Η έννοια της συμβουλευτικής
.
Για να αποδοθεί η έννοια της Συμβουλευτικής δεν υπάρχει ένας και μοναδικός, κοινής συναίνεσης ορισμός, παρά τις πολλές προσπάθειες που έχουν γίνει προς αυτήν την κατεύθυνση τις τελευταίες δεκαετίες στη Βρετανία, τη Βόρειο Αμερική και αλλού.
Ετυμολογικά ο σύνθετος όρος «συμβουλευτική» αποτελείται από το συν (= μαζί, από κοινού) και το βουλευτικός (από το αρχαίο ελληνικό ρήμα βουλεύομαι) και σημαίνει «συ-σκέπτομαι, συν-εξετάζω ένα πράγμα από κοινού με κάποιον άλλον». Επομένως η Συμβουλευτική είναι μια διαδικασία που δεν στηρίζεται στην παροχή Συμβουλών, αλλά μια εκούσια, χρονικά περιορισμένη σχέση βοήθειας, που αναπτύσσεται ανάμεσα σε έναν εκπαιδευμένο- πιστοποιημένο Επαγγελματία Σύμβουλο και σε έναν ή περισσότερους Συμβουλευόμενους, με σκοπό οι τελευταίοι να αποσαφηνίσουν τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους, να ξεπεράσουν τις δυσκολίες τους, να αλλάξουν συμπεριφορά και να κατακτήσουν σταδιακά την αυτογνωσία τους.
Η συμβουλευτική μπορεί να ιδωθεί ως έννοια και ως διαδικασία. Ως έννοια, αφορά τη διευκόλυνση της ολόπλευρης ανάπτυξης του ατόμου και τη διαφύλαξη ή αποκατάσταση της ψυχικής του ισορροπίας. Ως διαδικασία, η συμβουλευτική βοηθάει το άτομο να κατανοήσει τον εαυτό του και τις αλλαγές που του συμβαίνουν, να κατακτήσει το «γνώθι σ’ αυτόν» (ικανότητες, κλίσεις, αδυναμίες), καθώς και να ξαναβρεί τη χαμένη του αυτοκατεύθυνση (δηλαδή την ικανότητα να επιλύει τα προβλήματά του, να κάνει τις δικές του επιλογές και να παίρνει αποφάσεις).


